- πτωχά
- πτωχόςbeggarneut nom/voc/acc plπτωχά̱ , πτωχόςbeggarfem nom/voc/acc dualπτωχά̱ , πτωχόςbeggarfem nom/voc sg (doric aeolic)πτωχόςbeggarneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτωχάς — πτωχά̱ς , πτωχός beggar fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντομοφάγος — ο 1. αυτός που τρέφεται με έντομα 2. βοτ. φυτά που φύονται σε εδάφη πτωχά σε αζωτούχους ουσίες και τα οποία αιχμαλωτίζουν έντομα και τά απορροφούν 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εντομοφάγα τάξη θηλαστικών που περιλαμβάνει περισσότερα από… … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek